θυηφάγος

θυηφάγος
θυηφάγος, -ον (Α)
(ως επίθ. τής φωτιάς τών βωμών) αυτός που κατατρώει, αυτός που καταβροχθίζει τις προσφορές («θυηφάγος φλόξ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυη-, μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α' συνθετικό (πρβλ. θυη-δόχος, θυη-πόλος) + -φάγος (< θ. φαγ- τού ρ. εσθίω, πρβλ. αόρ. β' έ-φαγ-ον), πρβλ. σαρκο-φάγος, χορτο-φάγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θυηφάγον — θυηφάγος devouring offerings masc/fem acc sg θυηφάγος devouring offerings neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύος — θύος, τὸ (Α) 1. θυσία, ιερή προσφορά 2. θυμίαμα 3. είδος πλακούντα που προσφερόταν σε θρησκευτικές τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω. Η ονομαστική πληθ. θύεα μαρτυρείται στον μηκυναϊκό τ. tuwea «αρωματικά προϊόντα», ενώ αργότερα η σημασία εξελίχθηκε σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”